Wohnung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Wohnung | die | Wohnungen |
γενική | der | Wohnung | der | Wohnungen |
δοτική | der | Wohnung | den | Wohnungen |
αιτιατική | die | Wohnung | die | Wohnungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Wohnung (de) θηλυκό
- το διαμέρισμα ,η κατοικία