Wortart
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Wortart < Wort (λέξη) + Art (χαρακτήρας, φύση)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Wortart (de) θηλυκό
- (γραμματική) μέρος του λόγου