Μετάβαση στο περιεχόμενο

Wurm

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Wurm die Würmer
γενική des Wurmes
Wurms
der Würmer
δοτική dem Wurm
Wurme
den Würmern
αιτιατική den Wurm die Würmer

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Wurm (de) αρσενικό

  1. σκουλήκι
  2. ιδιοτροπία, λόξα


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Wurm αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Wurm < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Wurm αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Wurm < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Wurm αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden