Zaun
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Zaun | die | Zäune |
γενική | des | Zaunes Zauns |
der | Zäune |
δοτική | dem | Zaun Zaune |
den | Zäunen |
αιτιατική | den | Zaun | die | Zäune |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Zaun (de) αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Zaun < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Zaun αρσενικό ή θηλυκό