Zaun
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Zaun | die | Zäune |
γενική | des | Zaunes Zauns |
der | Zäune |
δοτική | dem | Zaun Zaune |
den | Zäunen |
αιτιατική | den | Zaun | die | Zäune |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Zaun (de) αρσενικό