Zeitung
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Zeitung | die | Zeitungen |
γενική | der | Zeitung | der | Zeitungen |
δοτική | der | Zeitung | den | Zeitungen |
αιτιατική | die | Zeitung | die | Zeitungen |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Zeitung (de) θηλυκό