Zeno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Zeno < αρχαία ελληνική Ζήνων < Ζεύς (γενική: Ζηνός)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Zeno (it) αρσενικό (θηλυκό Zenia)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Zeno < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Zeno αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]