Zimmer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Zimmer die Zimmer
γενική des Zimmers der Zimmer
δοτική dem Zimmer den Zimmern
αιτιατική das Zimmer die Zimmer

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Zimmer < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική zimber < παλαιά άνω γερμανική zimbar [1] (κατασκευή από ξύλο) < πρωτογερμανική *timbra- / *timrą [2] (βλ. αγγλική timber, σουηδική timmer, δανική tømmer)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈt͡sɪmɐ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Zimmer (de) ουδέτερο

  1. το δωμάτιο
    Das Haus hat fünf Zimmer: eine Küche, ein Wohnzimmer, ein Bad und zwei Schlafzimmer.
    Το σπίτι έχει πέντα δωμάτια: μια κουζίνα, ένα σαλόνι, ένα μπάνιο και δυο υπνοδωμάτια.
     συνώνυμα: Raum
  2. (συνεκδοχικά) η διακόσμηση και η επίπλωση ενός δωματίου

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Zimmer στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Zimmer - Duden online.
  2. Zimmer - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).