Zimmer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Zimmer | die | Zimmer |
γενική | des | Zimmers | der | Zimmer |
δοτική | dem | Zimmer | den | Zimmern |
αιτιατική | das | Zimmer | die | Zimmer |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Zimmer < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική zimber < παλαιά άνω γερμανική zimbar [1] (κατασκευή από ξύλο) < πρωτογερμανική *timbra- / *timrą [2] (βλ. αγγλική timber, σουηδική timmer, δανική tømmer)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Zimmer (de) ουδέτερο
- το δωμάτιο
- (συνεκδοχικά) η διακόσμηση και η επίπλωση ενός δωματίου
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Zimmer στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)