Μετάβαση στο περιεχόμενο

Zucker

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Zucker die Zucker
γενική des Zuckers der Zucker
δοτική dem Zucker den Zuckern
αιτιατική den Zucker die Zucker

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Zucker < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική zucker < παλαιά άνω γερμανική zuckar < ιταλική zucchero < αραβική سُكَّر (sukkar) < σανσκριτική शर्करा (śarkarā) [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈt͡sʊkɐ/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Zucker

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Zucker (de) αρσενικό

  1. η ζάχαρη
      Möchten Sie etwas Zucker in Ihrem Kaffee?
    Θα θέλατε λίγη ζάχαρη στον καφέ σας;
  2. (προφορικό) το επίπεδο σακχάρου στο αίμα, το ζάχαρο
      Du solltest deinen Zucker häufiger messen.
    Πρέπει να μετράς το ζάχαρο σου πιο συχνά.
     συνώνυμα: Blutzuckerspiegel
  3. (προφορικό) ο διαβήτης
      Ich kann keine Pommes frites essen, ich habe Zucker.
    Δε μπορώ να φάω τηγανητές πατάτες, έχω ζάχαρο.
     συνώνυμα: Zuckerkrankheit

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Zucker στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Zucker - Duden online.
  2. Zucker - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Zucker αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Zucker < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Zucker αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden