Zweck
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Zweck (de)
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Zweck < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Zweck αρσενικό ή θηλυκό