aéroréfrigérant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aéroréfrigérant | aéroréfrigérants |
θηλυκό | aéroréfrigérante | aéroréfrigérantes |
aéroréfrigérant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aéroréfrigérant | aéroréfrigérants |
aéroréfrigérant (fr) αρσενικό
- πύργος θερμικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος