aîné
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aîné | aînés |
θηλυκό | aînée | aînées |
aîné (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | aîné | aînés |
θηλυκό | aînée | aînées |
aîné (fr)