aĥilkalkano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.xil.kalˈka.no/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĥilkalkano | aĥilkalkanoj |
αιτιατική | aĥilkalkanon | aĥilkalkanojn |
aĥilkalkano (eo)