Μετάβαση στο περιεχόμενο

aŭdata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

aŭdata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος aŭdi