aŭreolo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭreolo | aŭreoloj |
αιτιατική | aŭreolon | aŭreolojn |
aŭreolo (eo)
- το φωτοστέφανο
- η άλως
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭreolo | aŭreoloj |
αιτιατική | aŭreolon | aŭreolojn |
aŭreolo (eo)