aŭskulantaro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭskulantaro | aŭskulantaroj |
αιτιατική | aŭskulantaron | aŭskulantarojn |
aŭskulantaro (eo)
- η ακρόαση