aŭstro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭstro | aŭstroj |
αιτιατική | aŭstron | aŭstrojn |
aŭstro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭstro | aŭstroj |
αιτιατική | aŭstron | aŭstrojn |
aŭstro (eo)