aŭtoktono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtoktono | aŭtoktonoj |
αιτιατική | aŭtoktonon | aŭtoktonojn |
aŭtoktono (eo)