Μετάβαση στο περιεχόμενο

aŭtomate

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aŭtomate < aŭtomat- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

aŭtomate (eo)

la mesaĝo estas aŭtomate generita - το μήνυμα δημιουργείται αυτόματα