aŭtomato
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtomato | aŭtomatoj |
αιτιατική | aŭtomaton | aŭtomatojn |
aŭtomato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtomato | aŭtomatoj |
αιτιατική | aŭtomaton | aŭtomatojn |
aŭtomato (eo)