aŭtonomeco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtonomeco | aŭtonomecoj |
αιτιατική | aŭtonomecon | aŭtonomecojn |
aŭtonomeco (eo)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- autonomeco στο H-sistemo
- auxtonomeco στο X-sistemo