aŭtopordo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtopordo | aŭtopordoj |
αιτιατική | aŭtopordon | aŭtopordojn |
aŭtopordo (eo)
- η πόρτα ενός αυτοκινήτου
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- autopordo στο H-sistemo
- auxtopordo στο X-sistemo