a good lay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος ουσιαστικό[επεξεργασία]
a good lay (en)
καλογάμητος, -η, -ο | καλογαμούμενος, -η, -ο
- άτομο που γαμιέται καλά, που ξέρει να γαμηθεί, που είναι καλογαμούμενος, -η, -ο
- She was a good lay.
Πολυλεκτικός όρος επίθετο[επεξεργασία]
a good lay (en)
- καλό γαμήσι, συνουσία κατά την οποία το διασκέδασα