propósito

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από a propósito)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
propósito propósitos

propósito (pt) αρσενικό

  1. η πρόθεση
  2. ο σκοπός

Εκφράσεις[επεξεργασία]