abaco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
abaco | abaci |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abaco < λατινική abăcus < αρχαία ελληνική ἄβαξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abaco (it)
- ο άβακας