abalienato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abalienato | abalienati |
θηλυκό | abalienata | abalienate |
Επίθετο[επεξεργασία]
abalienato (it)
Μετοχή[επεξεργασία]
abalienato (it)
- μετοχή αορίστου του ρήματος abalienare