abandonnataire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abandonnataire | abandonnataires |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abandonnataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που δέχεται εγκαταλειμένα αγαθά