Μετάβαση στο περιεχόμενο

abase

Από Βικιλεξικό
  1. υποβαθμίζω
  2. (μεταφορικά) φθείρω, καταστρέφω, οδηγώ κάποιον ή κάτι σε παρακμή

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • abase - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • abase - Oxford Learner's Dictionaries