abasourdissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abasourdissement | abasourdissements |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ba.zuʁ.dis.mɑ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abasourdissement (fr) αρσενικό
- το αποτέλεσμα του ξεκουφαίνω
- το αποτέλεσμα του « αφήνω κάποιον εμβρόντητο », η έκπληξη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη abasourdir