abattant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
abattant abattants

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

abattant (fr) αρσενικό

  1. τμήμα από έπιπλο ή κάθισμα που μπορεί να ανεβαστεί ή να κατεβαστεί
  2. καπάκι, σκέπασμα
  3. (ιδιωματικό) εργάτης ορυχείου που σκάβει το κοίτασμα