abbacinatore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

abbacinatore < abbacinare

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
abbacinatore abbacinatori

abbacinatore (it)

  1. κάτι το θαμπό, που παρασύρει, με ψεύτικες υποσχέσεις


Επίθετο[επεξεργασία]

abbacinatore (it)

  1. εκθαμβωτικός