abbagliamento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- abbagliamento < abbagliare
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
abbagliamento | abbagliamenti |
abbagliamento (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
abbagliamento | abbagliamenti |
abbagliamento (it)