abbaglio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
abbaglio < abbagliare
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abbaglio (it) αρσενικό
- το θάμπωμα
- (μεταφορικά) η απροσεξία
- (μεταφορικά) το λάθος