abbinamento

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

abbinamento < abbinare

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abbinamento αρσενικό

  • συνδυασμός