abdik-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

abdik- < λατινική abdicare, αγγλική abdicate, γαλλική abdiquer

Ρίζα[επεξεργασία]

abdik- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: παραίτηση

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Αυτή η ρίζα δεν αποτελεί μέρος του καταλόγου του Fundamento de esperanto.