abeiller
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
abeiller | abeillers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abeiller (fr) αρσενικό
- (εντομολογία) είδος μύγας που τρέφεται με μέλι
- (ιδιωματικό) τόπος με κυψέλες
ενικός | πληθυντικός |
abeiller | abeillers |
abeiller (fr) αρσενικό