Μετάβαση στο περιεχόμενο

abel-

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abel- < γαλλική abeille

abel- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: μέλισσα

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Αυτή η ρίζα αποτελεί μέρος του καταλόγου του Fundamento de esperanto.