abelisto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abelisto | abelistoj |
αιτιατική | abeliston | abelistojn |
abelisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abelisto | abelistoj |
αιτιατική | abeliston | abelistojn |
abelisto (eo)