abĥazo
(Ανακατεύθυνση από abhxazo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abĥazo | abĥazoj |
αιτιατική | abĥazon | abĥazojn |
abĥazo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abĥazo | abĥazoj |
αιτιατική | abĥazon | abĥazojn |
abĥazo (eo)