ability
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ability
(en)
ικανότητα
δυνατότητα
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
συνεισφορά
Δημιουργήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
δείτε
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
አማርኛ
العربية
Azərbaycanca
Беларуская
Български
বাংলা
Català
ᏣᎳᎩ
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
English
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
हिन्दी
Magyar
Հայերեն
Interlingua
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
日本語
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Кыргызча
Limburgs
Latviešu
മലയാളം
Bahasa Melayu
Malti
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk
Polski
پښتو
Português
Română
Русский
संस्कृतम्
ၽႃႇသႃႇတႆး
Simple English
Slovenčina
Gagana Samoa
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Tagalog
Türkçe
Українська
اردو
Tiếng Việt
Volapük
粵語
中文