ability
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ability | abilities |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /əˈbɪl.ə.ti/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /əˈbɪl.ə.t̬i/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ability (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (μη μετρήσιμο) η ικανότητα, η δυνατότητα
- (αρχαϊκό) η οικονομική δυνατότητα
- (παρωχημένο) η καταλληλότητα
- (περιορισμένο σε διαλέκτους της Σκωτίας) η φυσική δύναμη
- (μετρήσιμο) το ταλέντο