Μετάβαση στο περιεχόμενο

abismo

Από Βικιλεξικό

Εσπεράντο (eo)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abismo < abism- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική abismoabismoj
αιτιατική abismonabismojn

abismo (eo)



Ισπανικά (es)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abismo < δημώδης λατινική *abismus < αρχαία ελληνική ἄβυσσος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈbismo/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abismo (es) αρσενικό



Πορτογαλικά (pt)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abismo < λατινική abyssus < αρχαία ελληνική ἄβυσσος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɐˈbiʒ.mu/ (Πορτογαλία)
ΔΦΑ : /aˈbiz.mu/ (Βραζιλία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abismo (pt) αρσενικό