abiturienteco
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abiturienteco | abiturientecoj |
αιτιατική | abiturientecon | abiturientecojn |
abiturienteco (eo)
- το απολυτήριο