ablutions

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bly.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ablutions (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό