aboli

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

aboli < abol- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα aboli
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας abolas abolanta abolata
αόριστος abolis abolinta abolita
μέλλοντας abolos abolonta abolota
υποθετική abolus - -
προστακτική abolu - -

aboli (eo)

Συνώνυμα[επεξεργασία]