abolish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- abolish < (κληρονομημένο) μέση αγγλική abolisshen < μέση γαλλική abolir < λατινική abolere < aboleo < ab + oleo
Ρήμα[επεξεργασία]
abolish (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Βρετονικά (br)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
abolish (br)