abondant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abondant | abondants |
θηλυκό | abondante | abondantes |
abondant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abondant | abondants |
θηλυκό | abondante | abondantes |
abondant (fr)