aboucher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
aboucher (fr)
- (μεταβατικό) προσαρμόζω
- (pronominal) « τρώω τα μούτρα μου », παραπατώ και πέφτω μπρούμυτα