abreuvement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.bʁøv.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abreuvement | abreuvements |
abreuvement (fr) αρσενικό