abreviere
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]abreviere (ro) θηλυκό
- η βραχυγραφία, η συντομογραφία
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του abreviere
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o abreviere | abrevierea | nişte abrevieri | abrevierile |
γενική | a unei abrevieri | abrevierii | a unor abrevieri | abrevierilor |
δοτική | a unei abrevieri | abrevierii | a unor abrevieri | abrevierilor |
αιτιατική | o abreviere | abrevierea | nişte abrevieri | abrevierile |
κλητική | — | - | — | - |