Μετάβαση στο περιεχόμενο

abruptly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός abruptly
συγκριτικός more abruptly
υπερθετικός most abruptly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
abruptly < abrupt + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

abruptly (en)

  1. απότομα, με ξαφνικό, απροσδόκητο τρόπο
      The road climbs abruptly towards the mountain.
    Ο δρόμος ανεβαίνει απότομα προς το βουνό.
     συνώνυμα:  sharply και steeply
  2. απότομα, ξαφνικά, συνήθως με δυσάρεστο τρόπο
      The conversation stopped abruptly.
    H συζήτηση σταμάτησε απότομα.
      He closed the door abruptly.
    Έκλεισε απότομα την πόρτα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη suddenly
  3. απότομα, με αγενή τρόπο
      He speaks very abruptly to his subordinates.
    Mιλάει πολύ απότομα στους υφισταμένους του.
     συνώνυμα: rudely