absorptivité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ap.sɔʁ.pti.vi.te/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- absorptivité < absorptif
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
absorptivité | absorptivités |
absorptivité (fr) θηλυκό
- η ικανότητα ενός υλικού να απορροφήσει κάποια ουσία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη absorber